- θεωρεῖον
- θεωρ-εῖον, τό,A place for seeing, Hsch.s.v. θαυσήκρι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεωρείο — το (Α θεωρεῑον) [θεωρός] νεοελλ. καθένα από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα θεάτρου ή άλλης αίθουσας, που βρίσκονται ψηλότερα από την πλατεία και προορίζονται για ορισμένες ομάδες θεατών αρχ. μέρος από όπου βλέπει κάποιος … Dictionary of Greek